Σύνδεση
Πέρα από την Σφραγγίδα
2 απαντήσεις
Σελίδα 3 από 3
Σελίδα 3 από 3 • 1, 2, 3
Απ: Πέρα από την Σφραγγίδα
Ημουν τοσο βαρυς και κουρασμενος... Νομιζω μαλιστα οτι ειχα δει και καποιο ονειρο. Θυμαμαι ομως και κατι αλλο... κατι με γαργαλουσε αφανταστα! Λες και μια κυψελη με μελισσες ειχε φωλιασει κατω απο τα ρασα μου... Προσπαθησα να κουνηθω λιγο για να διωξω το συναισθημα... ολα αυτα στον υπνο μου βεβαια. Δεν μπορεσα και κοιταξα κατω απο το ρασο.
Χιλιαδες μικρες πεταλουδιτσες πεταχτηκαν απο το στερνο μου. Τοσα πολλα χρωματα... τοσο ομορφο θεαμα... Ακομα αναρωτιεμαι πως καταφερα να χασω τοσο αιμα ωστε να εχω τετοιες γελοιες παραισθησεις...
Αλλα το γαργαλητο δεν ελεγε να σταματησει... λες και κατι χορευε πανω στο δερμα μου...
Χιλιαδες μικρες πεταλουδιτσες πεταχτηκαν απο το στερνο μου. Τοσα πολλα χρωματα... τοσο ομορφο θεαμα... Ακομα αναρωτιεμαι πως καταφερα να χασω τοσο αιμα ωστε να εχω τετοιες γελοιες παραισθησεις...
Αλλα το γαργαλητο δεν ελεγε να σταματησει... λες και κατι χορευε πανω στο δερμα μου...
Marcus- Admin
- Αριθμός μηνυμάτων : 123
Ημερομηνία εγγραφής : 25/08/2013
Απ: Πέρα από την Σφραγγίδα
Έμεινα λοιπόν εκεί, παγωμένη, αγνοώντας τον ήχο που όλο και δυνάμωνε και έμοιαζε λες και κάποια αρκούδα σερνόταν στο πάτωμα της καλύβας μου. Και ο Μάικλ με κοιτούσε με το ίδιο υπέροχα επικριτικό και ενοχλημένο βλέμμα, που μου ήταν τόσο δύσκολο να μην λατρεύω.
Ξαφνικά όμως τα μάτια του ξέφυγαν απ'τα δικά μου για να πλανηθούν πάνω από τον ώμο μου, εκεί που στεκόταν ο Ρόμελ. Η καυτή και βρωμερή ανάσα του -ένα μίγμα μούχλας και σάπιου κρέατος- έκανε τις τρίχες στον σβέρκο μου να ανασηκωθούν.
Αναρωτήθικα τι θα έκανε τώρα ο Πακ. Οποιοδήποτε νοήμων ον προφανώς θα απέφευγε την μάχη με κάθε κόστος. Αναρωτήθικα αν θα Άλλαζε εδώ μπροστά μου...και έπειτα ανατρίχιασα στην ίδια μου την σκέψη. Τελικά παρέμεινα αποσβωλωμένη θεατής καθώς το τέρας πίσω από την πλάτη μου άρχισε να αλλάζει. Δεν γύρισα να κοιτάξω. Λένε ότι αν παρακολουθήσεις ποτέ Αλλαγή Λυκανθρώπου θα χάσεις τον ύπνο σου για πάντα. Έκλεισα τα αυτιά μου. Ο Πακ χαμήλωσε το βλέμμα, κοίταξε πρώτα το στέρνο μου και έπειτα εμένα, που είχα σκύψει το κεφάλι σαν φοβισμένο κοριτσάκι. Τι ρεζίλι, Βασιλιά μου.
Κάποτε ο Ρόμελ μεταμορφώθηκε σε έναν ψηλό, γραμμωμένο και τριχωτό άντρα που στεκόταν πίσω μας γυμνός και μας κοίταζε με πόνο στα μάτια. Ο Πακ χαμογελούσε. Ξαφνικά αισθανόμουν άβολα, σαν αυτοί οι δύο να άνηκαν σε ένα κόσμο στον οποίο εγώ δεν είχα καμία θέση.
"Με απατούν τα γέρικα μάτια μου? Μάικλ?"
Ο Πακ χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά και με προσπέρασε για να τον αγγαλιάσει. Ώστε γνωρίζοταν. Τώρα αισθανόμουν σαν ένα μικρό κοριτσάκι ανάμεσα σε σοφούς και επικύνδηνους παππούδες, το οποίο ήταν ακόμα πιο ενοχλητικό από το να είμαι απλά παρείσακτη.
"Ρόμελ, φίλε μου, δεν έχεις αλλάξει καθόλου!"
"Αλήθεια?"
"Φυσικα! Ακόμα βρωμάς τόσο σε μυρίζω έξω απ'την Σφραγγίδα!"
Έσκασαν και οι δύο στα γέλια. Αναστέναξα ενδόμυχα και η σκέψη μου γύρισε στον Ιερέα. Έπρεπε να τους διώξω... και να ελπίζω ότι ο Ρόμελ δεν θα πεί τίποτα για όσα άκουσε και μύρισε και βίωσε στο καλυβάκι μου...
"Πες μου, φίλε, πώς κατέληξες στο Λάιτσαιρ? Νόμιζα ότι διοικούσες την Βόρεια Αγέλη στον Άλλο Κόσμο..."
"Πακ, η ιστορία αυτή είναι τόσο μεγάλη που δεν νομίζω να με φτάσει μια νύχτα για να στην πω." απάντησε ο Ρόμελ, με την τραχιά και γδαρμένη απ'τα ουρλιαχτά φωνή του.
"Τότε καλύτερα να βιαστείς, γιατί θα φύγω την αυγή. Έχω κάτι δουλειές στο Λίβερπουλ."
"Μείνε στον καταυλισμό μας το βράδυ. Η Αγέλη θα χαρεί να σε υποδεχτεί."
Ο Μάικλ φάνηκε να το σκέφτεται. Γύρισε και με κοίταξε.
"Δεσποινίς, θα λυπηθώ να μην απολαύσω την συντροφιά σας απόψε... όμως έχω να δω τον κύριο από δω πάνω από αιώνα!" Χτύπησε τον Ρόμελ απαλά στην πλάτη. Αχ, πόσο θα θελα να ήταν αλλοιώς τα πράγματα και να περνούσε το βράδυ μαζί μου...Δηλαδή...όχι πως... Ανοιγόκλεισα τα μάτια για να συνέλθω. Τι στο καλό σκεφτόμουν?
"Ε...δε-δε πειράζει, Υψηλ- Μάικλ."
Έκανε μια μικρή υπόκλιση. Έπειτα αυτός και ο Ρόμελ έφυγαν. Πρόσεξα πως ο Ρόμελ με κοιτούσε κάπως περίεργα... κάπως... οικεία. Ναί. Όπως με κοιτούσε η Άννι όταν ερχόταν κόσμος στο σπίτι. Με το βλέμμα "Πρόσεχε."
Σχεδόν έτρεξα μέσα στην καλύβα. Περίμενα να φύγουν, και σκεφτόμουν τι να κάνω με τον Ιερέα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Βλέπω το Άνθος του Έρωτα ακόμα πιάνει."
Ο Μάικλ γέλασε. Φυσικά και θα τον είχε καταλάβει ο Λύκος.
"Σου είναι τίποτα η μικρή?"
"Με βοήθησε. Καθάρισα έναν Κυνηγό σήμερα."
Ο Μάικλ έκρυψε την ταραχή του με ένα μειδίαμα.
"Κυνηγοί στο Λάιτσαιρ?"
"Φαντάζομαι ήρθαν για την Αγέλη."
Ο Μάικλ ήθελε να καγχάσει. Ο Ρόμελ δεν είχε αλλάξει καθόλου, ακόμα θεωρούσε την Αγέλη του τόσο σημαντική... όμως εκείνος ήξερε πως δεν ήταν. Οι Κυνηγοί είναι ακριβοί και πολύ καλή λεία για να τους πετάξουν σε ένα μάτσο Λυκάνθρωπους. Δεν ήταν καν κάποια συμπαγής Αγέλη. Γυναικόπαιδα και δυο-τρεις γερόλυκοι. Έκρυψε την απέχθεια του, παρ'όλα αυτά και απλά του χαμογέλασε.
"Θα ενημερώσω τον Πατέρα μου. Δεν θα σας αφήσουμε έτσι." Είπε ψέματα.
"Ευχαριστούμε, Πρίγκιπα. Μεγάλη η γενναιοδωρία σου."
Πέρασε ένα λεπτό. Έπειτα έσκασαν στα γέλια. Ο ένας επειδή έλεγε ψέματα και ο άλλος επειδή ήξερε πως του έλεγαν ψέματα.
Ξαφνικά όμως τα μάτια του ξέφυγαν απ'τα δικά μου για να πλανηθούν πάνω από τον ώμο μου, εκεί που στεκόταν ο Ρόμελ. Η καυτή και βρωμερή ανάσα του -ένα μίγμα μούχλας και σάπιου κρέατος- έκανε τις τρίχες στον σβέρκο μου να ανασηκωθούν.
Αναρωτήθικα τι θα έκανε τώρα ο Πακ. Οποιοδήποτε νοήμων ον προφανώς θα απέφευγε την μάχη με κάθε κόστος. Αναρωτήθικα αν θα Άλλαζε εδώ μπροστά μου...και έπειτα ανατρίχιασα στην ίδια μου την σκέψη. Τελικά παρέμεινα αποσβωλωμένη θεατής καθώς το τέρας πίσω από την πλάτη μου άρχισε να αλλάζει. Δεν γύρισα να κοιτάξω. Λένε ότι αν παρακολουθήσεις ποτέ Αλλαγή Λυκανθρώπου θα χάσεις τον ύπνο σου για πάντα. Έκλεισα τα αυτιά μου. Ο Πακ χαμήλωσε το βλέμμα, κοίταξε πρώτα το στέρνο μου και έπειτα εμένα, που είχα σκύψει το κεφάλι σαν φοβισμένο κοριτσάκι. Τι ρεζίλι, Βασιλιά μου.
Κάποτε ο Ρόμελ μεταμορφώθηκε σε έναν ψηλό, γραμμωμένο και τριχωτό άντρα που στεκόταν πίσω μας γυμνός και μας κοίταζε με πόνο στα μάτια. Ο Πακ χαμογελούσε. Ξαφνικά αισθανόμουν άβολα, σαν αυτοί οι δύο να άνηκαν σε ένα κόσμο στον οποίο εγώ δεν είχα καμία θέση.
"Με απατούν τα γέρικα μάτια μου? Μάικλ?"
Ο Πακ χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά και με προσπέρασε για να τον αγγαλιάσει. Ώστε γνωρίζοταν. Τώρα αισθανόμουν σαν ένα μικρό κοριτσάκι ανάμεσα σε σοφούς και επικύνδηνους παππούδες, το οποίο ήταν ακόμα πιο ενοχλητικό από το να είμαι απλά παρείσακτη.
"Ρόμελ, φίλε μου, δεν έχεις αλλάξει καθόλου!"
"Αλήθεια?"
"Φυσικα! Ακόμα βρωμάς τόσο σε μυρίζω έξω απ'την Σφραγγίδα!"
Έσκασαν και οι δύο στα γέλια. Αναστέναξα ενδόμυχα και η σκέψη μου γύρισε στον Ιερέα. Έπρεπε να τους διώξω... και να ελπίζω ότι ο Ρόμελ δεν θα πεί τίποτα για όσα άκουσε και μύρισε και βίωσε στο καλυβάκι μου...
"Πες μου, φίλε, πώς κατέληξες στο Λάιτσαιρ? Νόμιζα ότι διοικούσες την Βόρεια Αγέλη στον Άλλο Κόσμο..."
"Πακ, η ιστορία αυτή είναι τόσο μεγάλη που δεν νομίζω να με φτάσει μια νύχτα για να στην πω." απάντησε ο Ρόμελ, με την τραχιά και γδαρμένη απ'τα ουρλιαχτά φωνή του.
"Τότε καλύτερα να βιαστείς, γιατί θα φύγω την αυγή. Έχω κάτι δουλειές στο Λίβερπουλ."
"Μείνε στον καταυλισμό μας το βράδυ. Η Αγέλη θα χαρεί να σε υποδεχτεί."
Ο Μάικλ φάνηκε να το σκέφτεται. Γύρισε και με κοίταξε.
"Δεσποινίς, θα λυπηθώ να μην απολαύσω την συντροφιά σας απόψε... όμως έχω να δω τον κύριο από δω πάνω από αιώνα!" Χτύπησε τον Ρόμελ απαλά στην πλάτη. Αχ, πόσο θα θελα να ήταν αλλοιώς τα πράγματα και να περνούσε το βράδυ μαζί μου...Δηλαδή...όχι πως... Ανοιγόκλεισα τα μάτια για να συνέλθω. Τι στο καλό σκεφτόμουν?
"Ε...δε-δε πειράζει, Υψηλ- Μάικλ."
Έκανε μια μικρή υπόκλιση. Έπειτα αυτός και ο Ρόμελ έφυγαν. Πρόσεξα πως ο Ρόμελ με κοιτούσε κάπως περίεργα... κάπως... οικεία. Ναί. Όπως με κοιτούσε η Άννι όταν ερχόταν κόσμος στο σπίτι. Με το βλέμμα "Πρόσεχε."
Σχεδόν έτρεξα μέσα στην καλύβα. Περίμενα να φύγουν, και σκεφτόμουν τι να κάνω με τον Ιερέα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Βλέπω το Άνθος του Έρωτα ακόμα πιάνει."
Ο Μάικλ γέλασε. Φυσικά και θα τον είχε καταλάβει ο Λύκος.
"Σου είναι τίποτα η μικρή?"
"Με βοήθησε. Καθάρισα έναν Κυνηγό σήμερα."
Ο Μάικλ έκρυψε την ταραχή του με ένα μειδίαμα.
"Κυνηγοί στο Λάιτσαιρ?"
"Φαντάζομαι ήρθαν για την Αγέλη."
Ο Μάικλ ήθελε να καγχάσει. Ο Ρόμελ δεν είχε αλλάξει καθόλου, ακόμα θεωρούσε την Αγέλη του τόσο σημαντική... όμως εκείνος ήξερε πως δεν ήταν. Οι Κυνηγοί είναι ακριβοί και πολύ καλή λεία για να τους πετάξουν σε ένα μάτσο Λυκάνθρωπους. Δεν ήταν καν κάποια συμπαγής Αγέλη. Γυναικόπαιδα και δυο-τρεις γερόλυκοι. Έκρυψε την απέχθεια του, παρ'όλα αυτά και απλά του χαμογέλασε.
"Θα ενημερώσω τον Πατέρα μου. Δεν θα σας αφήσουμε έτσι." Είπε ψέματα.
"Ευχαριστούμε, Πρίγκιπα. Μεγάλη η γενναιοδωρία σου."
Πέρασε ένα λεπτό. Έπειτα έσκασαν στα γέλια. Ο ένας επειδή έλεγε ψέματα και ο άλλος επειδή ήξερε πως του έλεγαν ψέματα.
Απ: Πέρα από την Σφραγγίδα
"Χα... χα... χα!" και επειτα εσκασα στα γελια. Το βλακωδες ονειρο μου συνεχιζοταν απερισπαστο και εγω συνεχιζα να γελαω σαν παιδι. Ηταν απο αυτα τα ονειρα που καταλαβανες πως δεν ηταν αληθεια...ομως δεν επαυαν να ειναι τρομακτικα αληθινα.
"Σκασε ηλιθιο ζωο! Πιασε την βελωνα και σκισε την σαρκα σου!"
Αυτη η φωνη... τοσο γνωστη...
"Καντο τωρα πριν το κανω εχω με το σπαθι μου...Αλλα τοτε δεν αιμοραγει το χερι σου αλλα το χοντρο κεφαλι σου!"
Μα τον Βαλαφαρ... ο Αρχιιεραποστολος...
"Μαλιστα κυριε!" και πεταχτηκα και εσκισα την σαρκα κατα μηκως του χεριου μου...
" Οχι εκει ηλιθιε τις αρτηριες θελω να σκισεις" ειπε ο ανδρας με τα κοκκινα αμανικα ρασα...
Καταραμενος να εισαι Κλεμεντιε ! Καταρα σε εσενα και στις <<ασκησεις>> σου! Τρεις φορες κοντεψα να πεθανω εξαιτιας σου!
" Μα κυριε ηδη με διαταξατε να κοψω την καρωτιδα μου... δεν νομιζεται οτι..." και εκει ολα σβηνουν...
Ο πονος που ενιωσα οταν με τρυπησε με το σπαθι του στο στομαχι δεν ηταν λιγοτερο αληθινος επειδη τον εβλεπα στον υπνο μου... Ενιωσα το παντα... οπως και τοτε
" Καλυτερα να ξεκινησεις την ιαση αν δεν θες να πεθανεις..."
Το ονειρο ειχε γινει εφιαλτης...
"Σκασε ηλιθιο ζωο! Πιασε την βελωνα και σκισε την σαρκα σου!"
Αυτη η φωνη... τοσο γνωστη...
"Καντο τωρα πριν το κανω εχω με το σπαθι μου...Αλλα τοτε δεν αιμοραγει το χερι σου αλλα το χοντρο κεφαλι σου!"
Μα τον Βαλαφαρ... ο Αρχιιεραποστολος...
"Μαλιστα κυριε!" και πεταχτηκα και εσκισα την σαρκα κατα μηκως του χεριου μου...
" Οχι εκει ηλιθιε τις αρτηριες θελω να σκισεις" ειπε ο ανδρας με τα κοκκινα αμανικα ρασα...
Καταραμενος να εισαι Κλεμεντιε ! Καταρα σε εσενα και στις <<ασκησεις>> σου! Τρεις φορες κοντεψα να πεθανω εξαιτιας σου!
" Μα κυριε ηδη με διαταξατε να κοψω την καρωτιδα μου... δεν νομιζεται οτι..." και εκει ολα σβηνουν...
Ο πονος που ενιωσα οταν με τρυπησε με το σπαθι του στο στομαχι δεν ηταν λιγοτερο αληθινος επειδη τον εβλεπα στον υπνο μου... Ενιωσα το παντα... οπως και τοτε
" Καλυτερα να ξεκινησεις την ιαση αν δεν θες να πεθανεις..."
Το ονειρο ειχε γινει εφιαλτης...
Marcus- Admin
- Αριθμός μηνυμάτων : 123
Ημερομηνία εγγραφής : 25/08/2013
Απ: Πέρα από την Σφραγγίδα
Σιγουρεύτηκα πως οι δύο νυχτερινοί επισκέπτες μου ήταν πλέον σε απόσταση ασφαλείας και έβγαλα το φόρεμα μου. Άνοιξα την πόρτα της ντουλάπας και ο τύπος σχεδόν έπεσε πάνω μου. Τον συγκράτησα με τα χίλια ζόρια και τον ακούμπησα ενάντια στον τοίχο.
Έπειτα στάθηκα εκεί μπροστά του και συγκεντρώθηκα. Η Αλλαγή επήλθε καθυστερημένα, επώδυνα, αυτός ο πόνος που αν και οικείος ποια έμοιαζε κάθε φορά πρωτόγνωρος. Σφίχτηκα και κράτησα την ανάσα μου. Το έκανα λάθος? Ξαφνικά πονούσα ακόμα πιο πολύ. Τελικά την απελευθέρωσα με ένα χαμηλό κλάμα.
Ο πόνος άρχισε να έρπει στο εσωτερικό του δέρματος μου σιγά σιγά, αρχίζοντας από τα πόδια και ανεβαίνοντας ως το κεφάλι. Και έμοιαζε αβάσταχτος, σαν να συμπιεζόταν το κεφάλι μου μεταξύ δύο πετρών.
Παρακαλούσα να τελείωσει γρήγορα. Όλο αυτό να τελειώσει πολύ γρήγορα. Παρακαλώ...
Έπειτα στάθηκα εκεί μπροστά του και συγκεντρώθηκα. Η Αλλαγή επήλθε καθυστερημένα, επώδυνα, αυτός ο πόνος που αν και οικείος ποια έμοιαζε κάθε φορά πρωτόγνωρος. Σφίχτηκα και κράτησα την ανάσα μου. Το έκανα λάθος? Ξαφνικά πονούσα ακόμα πιο πολύ. Τελικά την απελευθέρωσα με ένα χαμηλό κλάμα.
Ο πόνος άρχισε να έρπει στο εσωτερικό του δέρματος μου σιγά σιγά, αρχίζοντας από τα πόδια και ανεβαίνοντας ως το κεφάλι. Και έμοιαζε αβάσταχτος, σαν να συμπιεζόταν το κεφάλι μου μεταξύ δύο πετρών.
Παρακαλούσα να τελείωσει γρήγορα. Όλο αυτό να τελειώσει πολύ γρήγορα. Παρακαλώ...
Απ: Πέρα από την Σφραγγίδα
Δαιμονες! Ασε με στην ησυχια μου καταραμενε σαδιστη!
Δεν αντεχα αλλο αυτες τις παραισθησεις... Αν και ξεκινησαν ομορφα...
Σιγα σιγα ομως ξυπνηγα... Προσπαθουσα με ολη μου την δυναμη να ανοιξω τα ματια μου και να ξεφυγω απο τους εφιαλτες ... και σιγα σιγα το καταφερνα...
Μισοανοιξα τα ματια μου, οσο δηλαδη μου το επετρεπαν οι μουδιασμενες μου αισθησεις, και πασχισα να αποκτησω επαφη με τον κοσμο...
Οι εικονες που αντικροιζα στην αρχη ηταν ακατανοητες... και δεν εμελαν να φτιαξουν και κοθολου...
Το βλεμμα μου αρχιζε να συγκντρωνεται αλλα ηταν ακομα θολο... Μπορουσα να δω το μικρο κοριτσι να βγαζει τα ρουχα του... Εκεινη την ωρα βεβαια δεν ημουν και ιδιαιτερα συγκεντρωμενος ωστε να ντραπω και να γυρισω το κεφαλι... Αλλα αυτο που ακολουθησε με ξυπνησε σαν τις καμπανες του Πατριαρχειου στις εξι ωρα το πρωι...
Το κοριτσι αρχισε να μεταμορφωνεται στο πραγμα που ειχα δει στο δωματιο μου...
Το δερμα της ασπριζε απο πανω προς τα κατω λες και καποια αρρωστεια την καταλαμβανε σταδιακα... Ακουγα τα κοκολα που ετριζαν και εσπαζαν και τα τεραστια νυχια που εσκιζαν την σαρκα του κοριτσιου και με βιαιο τροπο ξεπροβαλαν πρως τα εξω... Αλλα το χειρωτερο ηταν τα φτερα... Ενω παρακολουθουσα εντρομος το κοριτσι να τιναζεται και να φωναζει, ξαφνικα σωριαζεται στο πατωμα και γονατιζει... Τα κοκαλα της πλατης της εκαναν ενα φοβερο ηχο ενω το δερμα της σκιζοταν σαν χαρτι... Η βλενα και τα υγρα χυνονταν στο πατωμα ενω σιγα σιγα σρχιζαν να ξεπροβαλουν τα δυο ινωδη αηδιαστικα φτερα...
Και μετα; Δεν εχει μετα... Λιποθυμησα παλι...
Δεν αντεχα αλλο αυτες τις παραισθησεις... Αν και ξεκινησαν ομορφα...
Σιγα σιγα ομως ξυπνηγα... Προσπαθουσα με ολη μου την δυναμη να ανοιξω τα ματια μου και να ξεφυγω απο τους εφιαλτες ... και σιγα σιγα το καταφερνα...
Μισοανοιξα τα ματια μου, οσο δηλαδη μου το επετρεπαν οι μουδιασμενες μου αισθησεις, και πασχισα να αποκτησω επαφη με τον κοσμο...
Οι εικονες που αντικροιζα στην αρχη ηταν ακατανοητες... και δεν εμελαν να φτιαξουν και κοθολου...
Το βλεμμα μου αρχιζε να συγκντρωνεται αλλα ηταν ακομα θολο... Μπορουσα να δω το μικρο κοριτσι να βγαζει τα ρουχα του... Εκεινη την ωρα βεβαια δεν ημουν και ιδιαιτερα συγκεντρωμενος ωστε να ντραπω και να γυρισω το κεφαλι... Αλλα αυτο που ακολουθησε με ξυπνησε σαν τις καμπανες του Πατριαρχειου στις εξι ωρα το πρωι...
Το κοριτσι αρχισε να μεταμορφωνεται στο πραγμα που ειχα δει στο δωματιο μου...
Το δερμα της ασπριζε απο πανω προς τα κατω λες και καποια αρρωστεια την καταλαμβανε σταδιακα... Ακουγα τα κοκολα που ετριζαν και εσπαζαν και τα τεραστια νυχια που εσκιζαν την σαρκα του κοριτσιου και με βιαιο τροπο ξεπροβαλαν πρως τα εξω... Αλλα το χειρωτερο ηταν τα φτερα... Ενω παρακολουθουσα εντρομος το κοριτσι να τιναζεται και να φωναζει, ξαφνικα σωριαζεται στο πατωμα και γονατιζει... Τα κοκαλα της πλατης της εκαναν ενα φοβερο ηχο ενω το δερμα της σκιζοταν σαν χαρτι... Η βλενα και τα υγρα χυνονταν στο πατωμα ενω σιγα σιγα σρχιζαν να ξεπροβαλουν τα δυο ινωδη αηδιαστικα φτερα...
Και μετα; Δεν εχει μετα... Λιποθυμησα παλι...
Marcus- Admin
- Αριθμός μηνυμάτων : 123
Ημερομηνία εγγραφής : 25/08/2013
Απ: Πέρα από την Σφραγγίδα
Αφού ολοκληρώθηκε η Αλλαγή επήλθε ο αναπάντεχος πόνος του διχασμού, της επιλογής ανάμεσα σε αυτή την σατανική πρωτόγονη επιθυμία να του σκίσω τα σωθικά και την φρέσκια λογική, την πονηράδα που δεν συγκρινόταν ούτε με Μακρυχέρη, την δεξιοτεχνία και την χάρη που μόνο το είδος μας από όλα κατέχει.
Άρπαξα ένα πουγκί με Σκόνη Πλάνης, το τελευταίο, για κάθε ενδεχόμενο.
Έκανα μερικά βήματα και τον σήκωσα, πιο εύκολα από πριν. Δεν υπήρχε καμία αλλαγή στην μυική μου δύναμη αλλά προφανώς στην αυτοπεποίθηση και την κατανομή του βάρους που τώρα ασυναίσθητα έκανα σωστά. Λες και ισορροπούσα πάνω σε σκοινί. Τόσο συγκεντρωμένα, με τέτοια αυθόρμητη ακρίβεια τον κουβάλησα ως την πόρτα και πήδηξα, απογειώθηκα.
Δεν κλείδωσα την πόρτα γιατί στο δάσος αυτό κανείς δεν πλησιάζει την καλύβα του Φύλακα. Κυρίως επειδή έχει έναν λάκο δύο μέτρων σκαμμένο γύρω της που μέσα στο σκοτάδι είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθείς εκτός αν είσαι θηρευτής ή Νεράιδα ή γενικά κάτι ιπτάμενο. Και καμία από τις τρεις κατηγορίες δεν έχει τίποτα να κλέψει ή να αποκομίσει από μένα.
Τον μετέφερα ως τον Ναό του και γλίστρησα ξανά μέσα από το παράθυρο. Ξημέρωνε. Ίσα που προλάβαινα να φύγω. Του έριξα μια γερή δόση Σκόνη Πλάνης. Και πρόλαβα. Παρα τρίχα.
Πίστευα πως δεν μπορεί να γυρίσει στο Δάσος. Πρώτον γιατί τον είχα παστώσει με Σκόνη και δεν θα θυμόταν τίποτα και δεύτερον γιατί ο μόνος τρόπος να δεις την Σφραγγίδα και να την διαπεράσεις ήταν να έχεις κάτι που ανήκει μέσα σε αυτήν.
Στην περίπτωση των πλασμάτων αυτό το κάτι ήταν η Αλλάγη. Αρκούσε να αλλάξεις ένα μέρος του σώματος σου και η Σφραγγίδα άνοιγε για σένα. Αλλά ακόμα και κάποιο αντικείμενο ή ζώο ή οτιδήποτε που να άνηκε πέρα από αυτή έφτανε για να την διαπεράσεις. Αρκεί να το είχες πάρει από μέσα από την Σφραγγίδα.
Μικρή και ανόητη, έπαιζα με πράγματα που δεν καταλάβαινα.
Δεν ήξερα ούτε ότι παθαίνεις ανοσία στην Σκόνη μετά από συγκεκριμένη δόση, ούτε ότι ένα μαμούνι από την ντουλάπα μου είχε γλιστρήσει μέσα στην τσέπη του ιερέα.
Ένα μαμούνι από την άλλη πλευρά της Σφραγγίδας. Το εισητήριο ενός ανθρώπου για τον εύθραυστο κόσμο μας.
Άρπαξα ένα πουγκί με Σκόνη Πλάνης, το τελευταίο, για κάθε ενδεχόμενο.
Έκανα μερικά βήματα και τον σήκωσα, πιο εύκολα από πριν. Δεν υπήρχε καμία αλλαγή στην μυική μου δύναμη αλλά προφανώς στην αυτοπεποίθηση και την κατανομή του βάρους που τώρα ασυναίσθητα έκανα σωστά. Λες και ισορροπούσα πάνω σε σκοινί. Τόσο συγκεντρωμένα, με τέτοια αυθόρμητη ακρίβεια τον κουβάλησα ως την πόρτα και πήδηξα, απογειώθηκα.
Δεν κλείδωσα την πόρτα γιατί στο δάσος αυτό κανείς δεν πλησιάζει την καλύβα του Φύλακα. Κυρίως επειδή έχει έναν λάκο δύο μέτρων σκαμμένο γύρω της που μέσα στο σκοτάδι είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθείς εκτός αν είσαι θηρευτής ή Νεράιδα ή γενικά κάτι ιπτάμενο. Και καμία από τις τρεις κατηγορίες δεν έχει τίποτα να κλέψει ή να αποκομίσει από μένα.
Τον μετέφερα ως τον Ναό του και γλίστρησα ξανά μέσα από το παράθυρο. Ξημέρωνε. Ίσα που προλάβαινα να φύγω. Του έριξα μια γερή δόση Σκόνη Πλάνης. Και πρόλαβα. Παρα τρίχα.
Πίστευα πως δεν μπορεί να γυρίσει στο Δάσος. Πρώτον γιατί τον είχα παστώσει με Σκόνη και δεν θα θυμόταν τίποτα και δεύτερον γιατί ο μόνος τρόπος να δεις την Σφραγγίδα και να την διαπεράσεις ήταν να έχεις κάτι που ανήκει μέσα σε αυτήν.
Στην περίπτωση των πλασμάτων αυτό το κάτι ήταν η Αλλάγη. Αρκούσε να αλλάξεις ένα μέρος του σώματος σου και η Σφραγγίδα άνοιγε για σένα. Αλλά ακόμα και κάποιο αντικείμενο ή ζώο ή οτιδήποτε που να άνηκε πέρα από αυτή έφτανε για να την διαπεράσεις. Αρκεί να το είχες πάρει από μέσα από την Σφραγγίδα.
Μικρή και ανόητη, έπαιζα με πράγματα που δεν καταλάβαινα.
Δεν ήξερα ούτε ότι παθαίνεις ανοσία στην Σκόνη μετά από συγκεκριμένη δόση, ούτε ότι ένα μαμούνι από την ντουλάπα μου είχε γλιστρήσει μέσα στην τσέπη του ιερέα.
Ένα μαμούνι από την άλλη πλευρά της Σφραγγίδας. Το εισητήριο ενός ανθρώπου για τον εύθραυστο κόσμο μας.
Απ: Πέρα από την Σφραγγίδα
"Μα τον Βαλφαρ συνερχεται, γρηγορα τον Πρεσκοτ!"
Το κεφαλι μου ηταν βαρυ και σαν ενα σακι με πετρες, γυρω παντου Παλαδινοι και ο Πρεσκοτ να στεκεται σο κατοφλι του δωματιου μου.... deja vu...
"Ολοι εξω αμεσως!" φωναξε με δυναμη ο Πρεσκοτ και οι φυλακες υπακουσαν.
Το βλεμα του ηταν οργισμενο και διαπεραστικο...Παντα ηταν ετσι... Μονο που αυτη την φορα ηταν οντος νευριασμενος.
"Ηλιθιε μοναχε εχεις 5 δευτερα να μου πεις που ησουν προτου σε κοψω στα δυο με το σπαθι μου..."
Κομπιασα για λιγο. Οι εικονες ηταν θολες στο κεφαλι μου και τα γεγονοτα συγκεχυμενα... Μετα απο λιγο ομως αρχισα να θυμαμαι σιγα σιγα, με κοπο μεν αλλα θυμομουν...
"Ημουν... στο δασος..."
"Στο δασος; Μα το διαολο την εκανες εκει;! "
Περιμενα λιγο... Κοιτουσα το κενο σαν χαμενος και προσπαθουσα να θυμηθω... Εικονες περνουσαν μπροστα απο τα ματια μου... Το δασος, το κοριτστι.... Ωωω το κοριτσι...
Πεταχτηκα πισω και χτυπησα το κεφαλι μου στον τοιχο...
"Τα χεις χασει τελειως ρε ! Μιλα που να σε παρει!" και με αρπαζει απο τον γιακα.
"Πλασματα... το κοριτσι ειναι πλασμα! Αυτο με πηρε Πρεσκοτ, αυτο με πηρε !!!"
"Σκασε!!!... Κανε ησυχια και πες τα μου ολα..."
Και ετσι καθως ημουν ταραγμενος ειπα την τρελη μου ιστορια στον φυλακα μου...
Το κεφαλι μου ηταν βαρυ και σαν ενα σακι με πετρες, γυρω παντου Παλαδινοι και ο Πρεσκοτ να στεκεται σο κατοφλι του δωματιου μου.... deja vu...
"Ολοι εξω αμεσως!" φωναξε με δυναμη ο Πρεσκοτ και οι φυλακες υπακουσαν.
Το βλεμα του ηταν οργισμενο και διαπεραστικο...Παντα ηταν ετσι... Μονο που αυτη την φορα ηταν οντος νευριασμενος.
"Ηλιθιε μοναχε εχεις 5 δευτερα να μου πεις που ησουν προτου σε κοψω στα δυο με το σπαθι μου..."
Κομπιασα για λιγο. Οι εικονες ηταν θολες στο κεφαλι μου και τα γεγονοτα συγκεχυμενα... Μετα απο λιγο ομως αρχισα να θυμαμαι σιγα σιγα, με κοπο μεν αλλα θυμομουν...
"Ημουν... στο δασος..."
"Στο δασος; Μα το διαολο την εκανες εκει;! "
Περιμενα λιγο... Κοιτουσα το κενο σαν χαμενος και προσπαθουσα να θυμηθω... Εικονες περνουσαν μπροστα απο τα ματια μου... Το δασος, το κοριτστι.... Ωωω το κοριτσι...
Πεταχτηκα πισω και χτυπησα το κεφαλι μου στον τοιχο...
"Τα χεις χασει τελειως ρε ! Μιλα που να σε παρει!" και με αρπαζει απο τον γιακα.
"Πλασματα... το κοριτσι ειναι πλασμα! Αυτο με πηρε Πρεσκοτ, αυτο με πηρε !!!"
"Σκασε!!!... Κανε ησυχια και πες τα μου ολα..."
Και ετσι καθως ημουν ταραγμενος ειπα την τρελη μου ιστορια στον φυλακα μου...
Marcus- Admin
- Αριθμός μηνυμάτων : 123
Ημερομηνία εγγραφής : 25/08/2013
Απ: Πέρα από την Σφραγγίδα
Όταν γύρισα πλέον στο ταπεινό μου καλυβάκι ήμουν μεν ξεθεωμένη αλλά και σε υπερένταση ταυτόχρονα. Βιάστηκα να ξαπλώσω στα σκονισμένα μου στρωσίδια και να κλείσω τα μάτια μου, νομίζοντας ότι είχα λύσει τα προβλήματα μου.
Και γιατί να μην το νομίζω? Όλα είχαν πάει όπως τα ήθελα.
Αναστέναξα και κοιμήθικα.
Και τότε άρχισαν καινούργια προβλήματα. Οι ακτίνες του ήλιου πλυμμήρισαν το καλύβι, που αν και βρισκόταν στην άκρη του δάσους ήταν αρκετά πιο ηλιόλουστου απ' ότι περίμενα. Και με ξύπνησαν. Αν ήθελα να παίρνω έναν καλόν υπνάκο έπρεπε να αρχίσω την ανακαίνηση σύντομα. Σήμερα κιόλας.
Σηκώθηκα με βαριά καρδιά και δύο περίπου ώρες ύπνο και πήγα προς τα ντουλάπια με προμήθειες, τα οποία ήταν άδεια αν εξαιρέσεις κάτι σάπιες φραντζόλες. Τις πέταξα και βγήκα στον κήπο να μαζέψω τίποτα φρούτα ή στην ανάγκη έντομα.
Και καλοβολεμένο στη σέλα της γκρίζας φοράδας του βρήκα τον Πρίγκιπα, να με κοιτάει με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο πριν καλά καλά προλάβω να περάσω το κατώφλι της εξώπορτας. Σκόνταψα και παραλίγο να σωριαστώ κάτω. Μου ξέφυγε ένα χασμουρητό και τον κοίταξα νυσταγμένα.
"Ήταν δύσκολη η νύχτα σας, δεσποινίς?"
Ρώτησε με την βελούδινη προφορά του. Ανατρίχιασα. Ωχ, όχι πάλι.
"Ε...κάπως...ήταν τα...ε...κουνάβια..."
"Τα κουνάβια?"
"Νάι...κάνουν φασαρία."
"Μετά χαράς να σας βοηθήσω να λύσετε το πρόβλημα. Έχω λίγο χρόνο πριν φύγω."
"Ό...όχι όχι δεν πειράζει είναι ...θα...εγώ...εμ..." τραύλιζα και έτρεμα σαν μωρό. Παρακολούθησα τον Πακ να κατεβαίνει από το άλογο του, να έρχεται προς τα εμένα. Αυτή η γλυκιά μυρωδιά...τι συνέβαινε?
Με πλησίαζε...πολύ...ένοιωσα τρία απαλά δάχτυλα στο μάγουλο μου. Και δεν μπορούσα να κουνηθώ γιατί το σώμα μου επαναστατούσε και προσπαθούσε να με πείσει ότι ήθελα και έμενα ακίνητη. Και αυτός προφανώς ήξερε τι σκεφτόμουν. Προφανώς και το ήξερε. Έτρεμα και πανικοβαλλόμουν...τι μου είχε κάνει? Γιατί ήθελα απελπισμένα να κυλιστούμε στο γρασίδι όταν δεν ήθελα?!
Σε αυτό το σημείο οφείλω να ευχαριστήσω την Νόνα και την επιμονή της να αποστηθήσω όλα τα γνωστά ονόματα Φίλτρων καθώς και κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους.
Ελιξήριο του Πάθους. Χαρακτηριστικό? Βρωμοκοπάει γλυκανάλατα.
Δεν υπήρχε τρόπος να το αντιστρέψω παρά μόνο να το αποφύγω. Θα το απέφευγα. Δεν θα την πατούσα σαν τις άλλες... δεν ήμουν κορόιδο και δεν μου άξιζε αυτό.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και μάζεψα το σάλιο μου. Έσκυψε κοντά μου και μόλις το έκανε τον έφτυσα στο μάτι. Παραπάτησε και για καλή μου τύχη έπεσε από το σκαλοπάτι ουρλίαζοντας από πόνο και οργή. Πανικοβλήθηκα. Μπορούσε άνετα να με σκοτώσει χωρίς ιδιαίτερες επιπτώσεις.
Σηκώθηκε με ένα τραχύ γρύλισμα και έκανε να με αρπάξει απ'το πόδι. Απέφυγα το χέρι του την τελευταία στιγμή αλλά τώρα ήταν η σειρά μου να χάσω την ισορροπία μου. Κρεμάστηκα από την άκρη του σκαλοπατιού και προσπάθησα να ξανασταθώ στα πόδια μου. Όμως εκείνος ήταν πιο γρήγορος. Ένοιωσα κάτι μυτερό στην πλάτη μου. Και όταν γύρισα το πρόσωπο του είχε ήδη αλλάξει και βρέθηκα αντιμέτωπη με δύο σειρές κοφτερών, λεπτών δοντιών σαν πενήντα μαχαίρια να στρέφονται εναντίον μου την ίδια στιγμή.
Έ, ούρλιαξα τι άλλο να κάνω. Και φάνηκε πως του άρεσε που με φόβησε γιατί συνέχισε να τα επιδεικνύει καθώς εγώ άρχισα να μποσουλάω προς τα πίσω με τους αγκώνες και αυτός να σέρνεται προς το μέρος μου με μανία. Και ξαφνικά, μπουπ! Γλίστρησε. Έπεσε με το πλάι στον λάκκο. Όχι ότι θα τον καθυστερούσε πολύ. Αλλά σίγουρα ήταν αρκετό για να πεταχτώ όρθια και να αρχίσω να τρέχω προς τα δέντρα.
Ο Μάικλ σηκώθηκε, χαιδεύοντας το κεφάλι του. Γρύλισε συρτά αλλά τελικά αποφάσισε πως δεν άξιζε να ασχοληθεί άλλο. Για κάποιο λόγο το Ελιξήριο δεν έπιασε όπως έπρεπε αλλά λίγο τον ένοιαζε. Αυτός τον ενθουσιασμό του τον είχε πετύχει, αν και η αποτυχία του τον εκνεύριζε αφόρητα ταυτόχρονα. Την επόμενη φορά που θα συναντούσε αυτήν την βρωμιάρα χωριατοπούλα θα της έδινε ένα μάθημα. Ένα απαίσιο μάθημα.
Και γιατί να μην το νομίζω? Όλα είχαν πάει όπως τα ήθελα.
Αναστέναξα και κοιμήθικα.
Και τότε άρχισαν καινούργια προβλήματα. Οι ακτίνες του ήλιου πλυμμήρισαν το καλύβι, που αν και βρισκόταν στην άκρη του δάσους ήταν αρκετά πιο ηλιόλουστου απ' ότι περίμενα. Και με ξύπνησαν. Αν ήθελα να παίρνω έναν καλόν υπνάκο έπρεπε να αρχίσω την ανακαίνηση σύντομα. Σήμερα κιόλας.
Σηκώθηκα με βαριά καρδιά και δύο περίπου ώρες ύπνο και πήγα προς τα ντουλάπια με προμήθειες, τα οποία ήταν άδεια αν εξαιρέσεις κάτι σάπιες φραντζόλες. Τις πέταξα και βγήκα στον κήπο να μαζέψω τίποτα φρούτα ή στην ανάγκη έντομα.
Και καλοβολεμένο στη σέλα της γκρίζας φοράδας του βρήκα τον Πρίγκιπα, να με κοιτάει με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο πριν καλά καλά προλάβω να περάσω το κατώφλι της εξώπορτας. Σκόνταψα και παραλίγο να σωριαστώ κάτω. Μου ξέφυγε ένα χασμουρητό και τον κοίταξα νυσταγμένα.
"Ήταν δύσκολη η νύχτα σας, δεσποινίς?"
Ρώτησε με την βελούδινη προφορά του. Ανατρίχιασα. Ωχ, όχι πάλι.
"Ε...κάπως...ήταν τα...ε...κουνάβια..."
"Τα κουνάβια?"
"Νάι...κάνουν φασαρία."
"Μετά χαράς να σας βοηθήσω να λύσετε το πρόβλημα. Έχω λίγο χρόνο πριν φύγω."
"Ό...όχι όχι δεν πειράζει είναι ...θα...εγώ...εμ..." τραύλιζα και έτρεμα σαν μωρό. Παρακολούθησα τον Πακ να κατεβαίνει από το άλογο του, να έρχεται προς τα εμένα. Αυτή η γλυκιά μυρωδιά...τι συνέβαινε?
Με πλησίαζε...πολύ...ένοιωσα τρία απαλά δάχτυλα στο μάγουλο μου. Και δεν μπορούσα να κουνηθώ γιατί το σώμα μου επαναστατούσε και προσπαθούσε να με πείσει ότι ήθελα και έμενα ακίνητη. Και αυτός προφανώς ήξερε τι σκεφτόμουν. Προφανώς και το ήξερε. Έτρεμα και πανικοβαλλόμουν...τι μου είχε κάνει? Γιατί ήθελα απελπισμένα να κυλιστούμε στο γρασίδι όταν δεν ήθελα?!
Σε αυτό το σημείο οφείλω να ευχαριστήσω την Νόνα και την επιμονή της να αποστηθήσω όλα τα γνωστά ονόματα Φίλτρων καθώς και κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους.
Ελιξήριο του Πάθους. Χαρακτηριστικό? Βρωμοκοπάει γλυκανάλατα.
Δεν υπήρχε τρόπος να το αντιστρέψω παρά μόνο να το αποφύγω. Θα το απέφευγα. Δεν θα την πατούσα σαν τις άλλες... δεν ήμουν κορόιδο και δεν μου άξιζε αυτό.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και μάζεψα το σάλιο μου. Έσκυψε κοντά μου και μόλις το έκανε τον έφτυσα στο μάτι. Παραπάτησε και για καλή μου τύχη έπεσε από το σκαλοπάτι ουρλίαζοντας από πόνο και οργή. Πανικοβλήθηκα. Μπορούσε άνετα να με σκοτώσει χωρίς ιδιαίτερες επιπτώσεις.
Σηκώθηκε με ένα τραχύ γρύλισμα και έκανε να με αρπάξει απ'το πόδι. Απέφυγα το χέρι του την τελευταία στιγμή αλλά τώρα ήταν η σειρά μου να χάσω την ισορροπία μου. Κρεμάστηκα από την άκρη του σκαλοπατιού και προσπάθησα να ξανασταθώ στα πόδια μου. Όμως εκείνος ήταν πιο γρήγορος. Ένοιωσα κάτι μυτερό στην πλάτη μου. Και όταν γύρισα το πρόσωπο του είχε ήδη αλλάξει και βρέθηκα αντιμέτωπη με δύο σειρές κοφτερών, λεπτών δοντιών σαν πενήντα μαχαίρια να στρέφονται εναντίον μου την ίδια στιγμή.
Έ, ούρλιαξα τι άλλο να κάνω. Και φάνηκε πως του άρεσε που με φόβησε γιατί συνέχισε να τα επιδεικνύει καθώς εγώ άρχισα να μποσουλάω προς τα πίσω με τους αγκώνες και αυτός να σέρνεται προς το μέρος μου με μανία. Και ξαφνικά, μπουπ! Γλίστρησε. Έπεσε με το πλάι στον λάκκο. Όχι ότι θα τον καθυστερούσε πολύ. Αλλά σίγουρα ήταν αρκετό για να πεταχτώ όρθια και να αρχίσω να τρέχω προς τα δέντρα.
Ο Μάικλ σηκώθηκε, χαιδεύοντας το κεφάλι του. Γρύλισε συρτά αλλά τελικά αποφάσισε πως δεν άξιζε να ασχοληθεί άλλο. Για κάποιο λόγο το Ελιξήριο δεν έπιασε όπως έπρεπε αλλά λίγο τον ένοιαζε. Αυτός τον ενθουσιασμό του τον είχε πετύχει, αν και η αποτυχία του τον εκνεύριζε αφόρητα ταυτόχρονα. Την επόμενη φορά που θα συναντούσε αυτήν την βρωμιάρα χωριατοπούλα θα της έδινε ένα μάθημα. Ένα απαίσιο μάθημα.
Απ: Πέρα από την Σφραγγίδα
Η αγορα ηταν γεματη οπως παντα. Ο καιρος ηταν αρκετα ηπιος, με το δροσερο αερακι του καλοκαιριου, χαρακτηριστικο για το Λαιτσαιρ. Κοιτωντας απο ψηλα δεν εβλεπες μια πολη, αλλα μια μυρμηγκοφωλια με χιλιαδεσ ανθρωπους, να τρεχουν να φωναζουν, και να σπρωχνουν.
Ενας ξενος μολις περασε τα ανοιχτα τειχη της πολης και προχωρουσε σκεπτικος. Δεν μπορουσες να διακρινεις το χαρακτηριστικα του κατω απο την καφε, βρωμικη κουκουλα του. Το μονο που τον διεκρινε απο τους αλλους ανθρωπους ηταν το καμμενο χερι του που ξεφευγε εξω απο τα μακρια μανικια της φορεσιας του.
Προχωρουσε γρηγορα και αποφασιστικα. Φαινοταν να ηξερε που πηγαινε. Εστριψε δεξια στο παζαρι, περασε μπροστα απο το δημαρχειο, ετρεξε γρηγορα την μικρη γεφυρα του καναλιου...
Στεκοταν μπροστα στο Πατριαρχειο. Η επιβλητικη σιδερενια πυλη φυλασοταν απο μια διμοιρια παλαδινους, ενω στους προμαχονες του τειχους που το περιεβαλε, υπηρχε μια ντουζινα τοξοτες που παρατηρουσαν τους περαστικους.
"Ευκολο..." ψιθυρισε και εσφιξε την καμμενη του παλαμη. "Ηρθε... η ωρα..." συνεχισε καπως συγκινημενος.
Οι φωνες ακομα ακουγονταν στο κεφαλι του... οι νεες του δυναμεις τον οδηγουσαν σιγα σιγα στην τρελα. Αλλα δεν ειχε σημασια βεβαια...Δεν τον εννοιαζε πραγματικα.
"Μην με απογοητευσεις Στεφανε... Ειναι το πεπρωμενο σου Στεφανε... Κανε αυτο που πρεπει τεκνο μου..."
Κοντοσταθηκε λιγο και επιασε το κεφαλι του.
"Ναι δασκαλε... Ολα θα γινουν οπως θες αρχοντα Λουσιφερ... Ο Πατριαρχης πεθαινει... αποψε..."
Ενας ξενος μολις περασε τα ανοιχτα τειχη της πολης και προχωρουσε σκεπτικος. Δεν μπορουσες να διακρινεις το χαρακτηριστικα του κατω απο την καφε, βρωμικη κουκουλα του. Το μονο που τον διεκρινε απο τους αλλους ανθρωπους ηταν το καμμενο χερι του που ξεφευγε εξω απο τα μακρια μανικια της φορεσιας του.
Προχωρουσε γρηγορα και αποφασιστικα. Φαινοταν να ηξερε που πηγαινε. Εστριψε δεξια στο παζαρι, περασε μπροστα απο το δημαρχειο, ετρεξε γρηγορα την μικρη γεφυρα του καναλιου...
Στεκοταν μπροστα στο Πατριαρχειο. Η επιβλητικη σιδερενια πυλη φυλασοταν απο μια διμοιρια παλαδινους, ενω στους προμαχονες του τειχους που το περιεβαλε, υπηρχε μια ντουζινα τοξοτες που παρατηρουσαν τους περαστικους.
"Ευκολο..." ψιθυρισε και εσφιξε την καμμενη του παλαμη. "Ηρθε... η ωρα..." συνεχισε καπως συγκινημενος.
Οι φωνες ακομα ακουγονταν στο κεφαλι του... οι νεες του δυναμεις τον οδηγουσαν σιγα σιγα στην τρελα. Αλλα δεν ειχε σημασια βεβαια...Δεν τον εννοιαζε πραγματικα.
"Μην με απογοητευσεις Στεφανε... Ειναι το πεπρωμενο σου Στεφανε... Κανε αυτο που πρεπει τεκνο μου..."
Κοντοσταθηκε λιγο και επιασε το κεφαλι του.
"Ναι δασκαλε... Ολα θα γινουν οπως θες αρχοντα Λουσιφερ... Ο Πατριαρχης πεθαινει... αποψε..."
Marcus- Admin
- Αριθμός μηνυμάτων : 123
Ημερομηνία εγγραφής : 25/08/2013
Σελίδα 3 από 3 • 1, 2, 3
Σελίδα 3 από 3
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης